- χυδαίος
- -α, -ο / χυδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῑα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)νεοελλ.φρ. «χυδαία γλώσσα»(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτικήμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῑονκοινοτοπίααρχ.1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῑοι ἐγένοντο», ΠΔ)2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῑοι στέφανοι», Αθήν.β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῑν χυδαῑον», Πλούτ.γ. «τὸν χυδαῑον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).επίρρ...χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ννεοελλ.με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώςμσν.-αρχ.με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυση («χυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην* + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.